- ἐπιγουνίδιος
- ἐπῐγουνῐδῐος1 on one's knee “ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι βρέφος αὐταῖς” i. e. as he lay on their knees P. 9.62
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
επιγουνίδιος — ἐπιγουνίδιος, ον (Α) [επιγουνίς] (για βρέφος) αυτός που κάθεται πάνω στα γόνατα τής μητέρας, τής τροφού κ.λπ … Dictionary of Greek
ἐπιγουνίδιον — neut nom/voc/acc sg ἐπιγουνίδιος upon the knee masc/fem acc sg ἐπιγουνίδιος upon the knee neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)